- συνοιστός
- συνοιστός, ή, όν, ([etym.] συμφέρω)A accordant, A.D.Adv.123.2, 131.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοιστός — ή, όν, Α σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοίσω, μέλλ. τού συμφέρω (βλ. λ. οἴσω) + κατάλ. τός*] … Dictionary of Greek
συνοιστόν — συνοιστός accordant masc acc sg συνοιστός accordant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοιστή — συνοιστός accordant fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)